«Θα σου πω μια ιστορία. Δε θα σου διηγηθώ πώς έγιναν τα πράγματα. Θα σου διηγηθώ πώς θυμάμαι ότι έγιναν τα πράγματα». Έτσι θα έπρεπε να ξεκινάει κάθε διήγηση που θέλει να σέβεται τον εαυτό της.
Είναι δύο το βράδυ. Όπως πάντα, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είναι η ώρα των αναμνήσεων, βλέπεις. Η ώρα που θυμάσαι όλες αυτές τις επιλογές που έχεις αποφασίσει να τις στριμώξεις μέσα σε ένα συρτάρι και έχεις κολλήσει πάνω του ένα κίτρινο post-it, όπου έχεις γράψει με τεράστια γράμματα μια λέξη μόνο: ΛΑΘΗ. Το έχεις κλειδώσει και το ανοίγεις μόνο τα βράδια. «Αυτά είναι τα λάθη μου», λες με πόνο, αυτολύπηση και μια μικρή μαζοχιστική χαρά.
Δύο η ώρα, λοιπόν, που λες. Και σκέφτομαι «γιατί να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ και να μπορώ να λειτουργήσω την επόμενη ημέρα σαν άνθρωπος; Δεν κάθομαι να θυμηθώ όλα τα «λάθη» μου και να βασανιστώ με τη θύμηση ενός ανθρώπου που ποτέ δεν έδωσε δεκάρα»; Πολύ λογικό.
Και κάπως έτσι αρχίζω να σκέφτομαι πόσο άσχημα μου φέρθηκε, πόσο αδικήθηκα, πόσο θύμα υπήρξα, πόσα πράγματα άντεξα με την γελοία πρόφαση πως η αγάπη απαιτεί υπομονή. Πόσα λόγια προετοίμασα με τρομερή ευγλωττία στο μυαλό μου, πόσες πρόβες έκανα στη σωστή απάντηση. Και πως τίποτα από όσα είχα την πρόθεση να πω για να βάλω τον Άλλον στη θέση του δεν κατάφερα ποτέ να ξεστομίσω- ίσως γιατί δεν ήμουν ποτέ σίγουρη για το ποια ήταν η θέση του για να τον βάλω κιόλας, ίσως γιατί δεν ήμουν ποτέ σίγουρη για το ποια ήταν η δική μου. Δεν βαριέσαι. Λίγη σημασία έχουν τα λόγια, εξ’ άλλου. Ποτέ δεν με ένοιαξαν οι λέξεις, ποτέ δεν επιζήτησα όμορφες κουβέντες. Με ένοιαζαν μόνο οι πράξεις. Γιατί οι πράξεις δεν ψεύδονται ποτέ, έτσι δεν είναι;
Δυόμιση η ώρα. «Ξεκόλλα, επιτέλους», μου λέω. «Ό,τι ένιωσες, ένιωσες. Πέρασε τώρα. Έχεις πάρει πια το χρόνο σου και τις αποστάσεις σου και μπορείς να δεις τα πράγματα αντικειμενικά. Μπορείς να θυμηθείς τις πράξεις». Και τις θυμάμαι. Και θυμώνω. Και μετά κάπως πετιέμαι γιατί θυμάμαι και κάτι άλλο. Θυμάμαι διηγήσεις δικών μου ανθρώπων για τις δικές τους σχέσεις και ήταν πάντα διαμετρικά αντίθετες. Πάντα.
Όταν μια ερωτική ιστορία τελειώνει, συμβαίνει κάτι το μαγικό: οι πρωταγωνιστές της δεν μπορούν να συμφωνήσουν ως προς τα γεγονότα. Και αναρωτιέσαι: «Αυτοί οι άνθρωποι ήταν στην ίδια σχέση; Έζησαν την ίδια ερωτική ιστορία»; Κάθε φορά το ίδιο μαγικό πράγμα. Συνήθιζα να πιστεύω πως πάντα τουλάχιστον ο ένας από τους δύο έλεγε ψέματα. Στις δικές μου τελειωμένες ερωτικές ιστορίες, ήξερα πως εγώ δεν έλεγα ψέματα. Άρα σύμφωνα με την εις άτοπον απαγωγή, έλεγε ο άλλος. Τώρα πια έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως τις αναμνήσεις μας δεν μπορούμε να τις εμπιστευόμαστε απόλυτα. Ναι, εκεί κατέληξα. Και η ώρα πήγε τρεις.
Γιατί, αγάπη μου, κάθε φορά που ένας έρωτας τελειώνει είναι η μεγαλύτερη βία στον κόσμο. Και η βία προκαλεί συχνά σοκ. Και επειδή δεν υπάρχει κανένας να σου δώσει αυτή την πορτοκαλί κουβερτούλα που δίνουν τα αστυνομικά και τα ασθενοφόρα μετά από κάποιο σοκαριστικό γεγονός, όπως βλέπουμε στις αμερικάνικες ταινίες, ο οργανισμός αποφασίζει να μπει σε μια διαδικασία αυτοπροστασίας.
Και είναι δύο τα τινά. Μόνο δύο οι περιπτώσεις και αποτελούν συστήματα αλληλοαποκλειόμενα:
Πρώτο σύστημα η περίπτωση η επονομαζόμενη «Επιτέλους ξεστραβώθηκα». Τώρα βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά γιατί έχεις πάρει την απόσταση που πρέπει. Πώς συμβαίνει στις εκθέσεις ζωγραφικής ή φωτογραφίας που βλέπεις το κάδρο από κοντά και όλα καλά και όλα ωραία αλλά για να το δεις πραγματικά και να το καταλάβεις, κάνεις αυθόρμητα ένα βήμα πίσω; Έτσι ακριβώς.
Τώρα θυμάσαι ατάκες, εκφράσεις και συμπεριφορές και μπορείς να συμπληρώσεις το παζλ. Δεν ήταν και κανένα παζλ δύσκολο, καρδιά μου. Από αυτά τα παιδικά ήταν με τα τεράστια είκοσι κομμάτια που σου έδειχναν σαφώς πως με αυτόν τον άνθρωπο δεν θέλατε ποτέ τα ίδια πράγματα, δεν κοιτούσατε ούτε προς την ίδια κατεύθυνση ούτε βλέπατε τον κόσμο με τα ίδια μάτια. Εσύ φταις που απογοητεύτηκες, βλάκα μου. Εσύ που δε διάβασες τα σημάδια ενώ τα είχες μπροστά σου. Δεν στα έκρυψε κανείς. Εσύ αποφάσισες να μην τους δώσεις σημασία. Το βλέπεις και το αποσιωπάς γιατί έτσι σε συμφέρει τη δεδομένη στιγμή. Ο άνθρωπος που αγάπησες και μετά «έπεσες από τα σύννεφα» ήταν αποκύημα της φαντασίας σου και το φταίξιμο είναι ολότελα δικό σου.
Το δεύτερο σύστημα είναι η επονομαζόμενη περίπτωση «Αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Εδώ τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα. Εδώ έρχεσαι εσύ και διαστρεβλώνεις τις αναμνήσεις σου για να μην τρελαθείς. Τα θυμάσαι όλα μαύρα για να παρηγορηθείς που δεν τα έχεις πια. Η σχέση δεν ήταν καλή, το σεξ ήταν βαρετό, ο Άλλος ήταν κακός, σε εκμεταλλεύτηκε, σε κορόιδεψε, πιάστηκες κορόιδο. Πάλι καλά που έφυγες και βρήκες την υγειά σου. Καλά, δεν το συζητώ. Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσες. Πώς μπορούσες να είσαι με ένα τέτοιο τέρας; Από την αρχή ως το τέλος αυτή ήταν μια σχέση σκέτο ναυάγιο. Και γιατί έμενες, λοιπόν;
Περίεργο πράγμα οι αναμνήσεις, καρδιά μου. Και, κυρίως, αναξιόπιστο. Εκεί που θεωρείς πως είναι το μόνο σταθερό πράγμα που έχεις, ξαφνικά χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Όταν ο Freud μιλούσε το 1899 για την «screen memory», αναφερόμενος στην παιδική μας ηλικία και στο πώς διαστρεβλώνουμε τις αναμνήσεις μας μετά από ένα παιδικό τραύμα, μάλλον ξέχασε να αναφέρει πως το ίδιο ισχύει και για το μεγαλύτερο τραύμα όλων: το ερωτικό.
Οι αναμνήσεις, βλέπεις, δεν είναι καθαρές φωτογραφικές εικόνες, όταν ανατρέχουμε στο χρόνο στο αρχικό συμβάν. Είναι εικόνες που σταδιακά παραμορφώνονται από τις προηγούμενες φορές που τις θυμηθήκαμε. Κάθε φορά που τη θυμάσαι, δέχεται και από μια μικρή παραμόρφωση μέχρι να καταστεί η ανάμνηση αναξιόπιστη και, αν επιμένεις να τη θυμάσαι συνέχεια, μπορεί να καταστεί στο τέλος εντελώς ψευδής.
Όσο κυνηγάς τις αναμνήσεις, όσο τρέχεις από πίσω τους, εκείνες απομακρύνονται. Ίσως το κάνουν για να παίξουν μαζί σου. Ίσως, πάλι, το κάνουν για να μην είσαι στάσιμος και να προχωράς πάντα μπροστά. Αυτά που ένιωσες, όμως, τα κουβαλάς πάντα μαζί σου και κανείς δεν θα μπορέσει να στα πάρει ποτέ. Γιατί, αν είμαστε κάτι, είμαστε τα συναισθήματά μας.
«Είμαι, όμως, όσα έζησα», παραμιλάω. «Και, αν δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για αυτά που έζησα, τότε ποια είμαι»; Παύση. Σιωπή. Ας πιω λίγο τσάι. Μα πού έβαλα τα τσιγάρα μου; «Μην είσαι χαζή», με αγριεύω. Είσαι όσα ένιωσες». Και, κάπως έτσι, ξαφνικά, βρίσκω τον εαυτό μου να θυμάται τα λόγια της Maya Angelou: «Έμαθα πως οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τι είπες, οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τι έκανες αλλά δε θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να νιώσουν».
Δε με νοιάζει πια η αντικειμενική αλήθεια – δεν ξέρω καν αν υπάρχει και ποσώς με ενδιαφέρει. Υπάρχει, όμως, σίγουρα, η βιωμένη αλήθεια και ίσως η μόνη αληθινή πραγματικότητα να είναι η υποκειμενική. Δε με νοιάζει τι συνέβη. Με νοιάζει πώς με έκανε να νιώσω αυτό που μου συνέβη. Γιατί το πώς ένιωσα και το πώς νιώθω το ξέρω πολύ καλά και ποτέ δεν είχα καμιά αμφιβολία για την εγκυρότητά του. Ούτε εσύ πρέπει να έχεις. Σταμάτα να αυτολογοκρίνεσαι.
Δε με νοιάζει αν μου είπες πως με πρόδωσες και πληγώθηκα. Δε με νοιάζει αν μου είπες πως μ’ αγαπάς και πληγώθηκα. Δε με νοιάζει καν αν είχα δίκιο που πληγώθηκα. Τώρα πια με νοιάζει μόνο πως πληγώθηκα. Δε με νοιάζει αν μου είπες πως είμαι ό,τι καλύτερο σου έχει συμβεί και ένιωσα ευτυχισμένη. Δε με νοιάζει αν μου είπες να φάμε σουφλέ σοκολάτας και ένιωσα ευτυχισμένη. Δε με νοιάζει καν αν αυτό που με έκανε ευτυχισμένη ήταν η ιδανική σου εικόνα που έπλασα μόνη μου στο μυαλό μου. Τώρα πια με νοιάζει μόνο πως με έκανες να νιώσω ευτυχισμένη.
Για ένα πράγμα είμαι πια σίγουρη:
Όσο κυνηγάς τις αναμνήσεις, όσο τρέχεις από πίσω τους, εκείνες απομακρύνονται.
Ίσως το κάνουν για να παίξουν μαζί σου. Ίσως, πάλι, το κάνουν για να μην είσαι στάσιμος και να προχωράς πάντα μπροστά. Αυτά που ένιωσες, όμως, τα κουβαλάς πάντα μαζί σου και κανείς δε θα μπορέσει να στα πάρει ποτέ. Γιατί, αν είμαστε κάτι, είμαστε τα συναισθήματά μας. Και η ώρα πήγε πέντε και κάθομαι στο γραφείο μου και πίνω τσάι μπροστά στο συρτάρι με τα «λάθη» μου. Ας το κλειδώσω. Αύριο πάλι. Κι αύριο μέρα είναι.
Οι αναμνήσεις, βλέπεις, δεν είναι καθαρές φωτογραφικές εικόνες, όταν ανατρέχουμε στο χρόνο στο αρχικό συμβάν. Είναι εικόνες που σταδιακά παραμορφώνονται από τις προηγούμενες φορές που τις θυμηθήκαμε. Κάθε φορά που την θυμάσαι, δέχεται και από μια μικρή παραμόρφωση μέχρι να καταστεί η ανάμνηση αναξιόπιστη και, αν επιμένεις να τη θυμάσαι συνέχεια, μπορεί να καταστεί στο τέλος εντελώς ψευδής.
Εάν σας άρεσε αυτό το άρθρο, θα χαρώ πολύ εάν το μοιραστείτε με άλλους που θεωρείτε πως μπορεί να τους ενδιαφέρει ή εάν το μοιραστείτε στον τοίχο σας στο Facebook ή μέσω άλλων social media με μία κοινοποίηση/share.
Επίσης, θα χαρώ πολύ να μου λέτε σχόλια και εντυπώσεις κάθε φορά που διαβάζετε κάτι.
Το επόμενο μήνυμα απευθύνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές άλλων sites (και όχι σε απλούς χρήστες social media):
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού σε άλλο site/blog (το γνωστό μας copy paste) χωρίς την έγγραφη άδεια του loukini.gr (Λουκία Μητσάκου).