Ο Τάσος Λειβαδίτης με ανατριχιάζει. Κυριολεκτικά. Κάθε φορά που τον διαβάζω, ανατριχιάζω. Για μένα, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Μου μιλάει. Είναι σαν να μιλάει κάθε φορά προσωπικά σε εμένα. Ο λόγος του είναι άμεσος και αληθινός και είναι πολύ δύσκολο να αφήσει κάποιον αδιάφορο. Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ο ποιητής του έρωτα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει την τύχη ή την ατυχία να είναι γνωστός μέσα από αποφθέγματα που κυκλοφορούν στα social media. Εγώ δεν βρίσκω κάτι κακό σε αυτό. Πολλοί άνθρωποι δε θα τον είχαν γνωρίσει χωρίς αυτά. Γι’ αυτό το λόγο, όμως, έχει διαβαστεί αποσπασματικά όσο λίγοι ποιητές. Αυτό που θέλω να πω είναι: Αν τα αποσπάσματα που διαβάζετε στα social media και αυτά που θα διαβάσετε σε αυτό το άρθρο σας μιλήσουν, θα σας πρότεινα ανεπιφύλακτα να διαβάσετε κάποια ποιητική του συλλογή. Σας υπόσχομαι πως αξίζει τον κόπο.
Τον Τάσο Λειβαδίτη τον γνώρισα όταν ήμουν 18 χρονών και μου χάρισε τη συλλογή του «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» ένας άνθρωπος που αγαπώ πολύ. Από τότε, δε σταμάτησα ποτέ να τον διαβάζω. Η μία συλλογή με πήγε στην άλλη και καταφεύγω πολύ συχνά στα λόγια του όλα αυτά τα χρόνια. Ερωτεύτηκα το μυαλό του. Ερωτεύτηκα το γράψιμό του. Και αυτός είναι ένας έρωτας που κρατάει για πάντα. Είναι ένας από τους πιο αγαπημένους ποιητές των νέων και όσων νιώθουν νέοι, όσων ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, όσων ονειρεύονται γενικότερα.
Είναι ο ποιητής του έρωτα. Είναι ο ποιητής που μου έμαθε πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που νοσταλγούν όσα δεν έζησαν ποτέ. Και πως δεν είμαι μόνη.
Είναι ο ποιητής που μας έμαθε την αξία του να παραμένεις άνθρωπος και να αγωνίζεσαι όχι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και για τον Άλλον. Ίσως κυρίως για τον Άλλον.
Είναι ο ποιητής που μας έμαθε πως «όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί».
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20/4/1922 και πέθανε επίσης στην Αθήνα στις 30/10/1988.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
«Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» :
Α, έχασα τις μέρες μου αναζητώντας τη ζωή μου.
Οι πιο ωραίες ιστορίες είναι αυτές που δε θα τις διηγηθεί ποτέ κανείς.
Απ’ όλα μπορείς να σωθείς εκτός από τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό που δεν το θυμάσαι.
…κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιον θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;
Κάθε φορά που ακούς μια ωραία μουσική νιώθεις ότι η ζωή σου πήγε χαμένη – κι εσείς, άστρα, αιώνες τώρα κάτι θέλετε να μας πείτε, μα σε λίγο ξημερώνει και δεν προφταίνουμε να μάθουμε.
Είμαστε φτιαγμένοι από πράγματα που δε θυμόμαστε.
Αλλά και ποιος δεν έκλεισε μια πόρτα χωρίς να προφτάσει ν’ ακούσει την απάντηση; Ή ποιος μπορεί ν’ αποδείξει ότι είναι αθώος; Κι αγάπησα με πάθος κάτι που δε γνώρισα ποτέ. Τι ήταν; Τέλος, μια νύχτα έρχεται και κάθεται πάνω στο στήθος σου η φριχτή υποψία — και τότε τι κάνεις;
Kι όταν κάποτε χτύπησαν την πόρτα εγώ έλειπα, όπως πάντα τις πιο ωραίες στιγμές μου. «Όχι δεν μένει κανείς εδώ», είπα. Kι ήταν η μόνη αλήθεια που έλεγα.
Ήμουν τόσο λυπημένος,
που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα
τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη
φήμη ξένοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
το ηλίθιο φάντασμα
μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με
ρωτούσε δακρυσμένη «γιατί σ’ αρέσει να ταπεινώνεσαι;»
«θέλω να καταλάβω, μητέρα».
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη
ματαιότητα, ενώ η μητέρα
κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά –
νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι
είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν
ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.
Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει: πανάρχαια, ανεξήγητη ανταμοιβή.
Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο.
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
«Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» :
Κι ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι…
Οι πιο αληθινές ιστορίες είναι αυτές που δεν τις θυμάται κανείς.
Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος δε βρήκε τίποτα να τους πάρει.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε
και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο…
εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!
Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο, που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι δε βρήκε που να καρφωθεί.
Αν μου χάριζαν
όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα ,
θα προτιμούσα..
μια μικρή στιγμή πλάι σου.
…ίσως όταν θα ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον.
Έτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
Χρονοδιάγραμμα
Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο. Ίσως γι’ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.
Έρωτας
Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.
Απόδραση
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς. Άλλοι αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα. Ποιος είμαι ή ποιος ήμουν; Αναζητήσεις δίχως σημασία. Το κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.
Τίποτα.
Κοιμήσου.
Εμείς τελειώσαμε.
Δεν έχει δάκρυα πια.
Κλαίνε όσοι στο βάθος ακόμη ελπίζουν.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να έχει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται να παραμερίζει την καρδιά του.
Kαι σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Συμφωνία αρ. 1
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν. Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων. Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες. Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα.
Σε μια γυναίκα
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω στο γυαλὶ της λάμπας. «Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλὸ αφού μ᾿ αγαπούσες.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου παρά μόνο την έγνοια αν ολάκερη έχεις δοθεί…
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Καντάτα
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Ο ηθοποιός Νίκος Παπαθεοδώρου απαγγέλλει το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη: “Συγχώρα με αγάπη μου”:
Εάν σας άρεσε αυτό το άρθρο, θα χαρώ πολύ εάν το μοιραστείτε με άλλους που θεωρείτε πως μπορεί να τους ενδιαφέρει ή εάν το μοιραστείτε στον τοίχο σας στο Facebook ή μέσω άλλων social media με μία κοινοποίηση/share.
Επίσης, θα χαρώ πολύ να μου λέτε σχόλια και εντυπώσεις κάθε φορά που διαβάζετε κάτι.
Το επόμενο μήνυμα απευθύνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές άλλων sites (και όχι σε απλούς χρήστες social media):
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού σε άλλο site/blog (το γνωστό μας copy paste) χωρίς την έγγραφη άδεια του loukini.gr (Λουκία Μητσάκου).
2 σχόλια
Κι εγώ Πρωτογνώρισα τον Λειβαδιτη από το βιβλίο ‘’Μικρό βιβλίο για μεγάλα ονειρ’’ που μου χάρισε (επίσης) αγαπημένο μου προσωπο. Έκτοτε τον ‘μελετώ’ χρόνια,ασταμάτητα,ξανά και ξανά..Είναι πια για μένα η ‘Βιβλος’..Ακόμη και αν γυρίσω σπίτι στις πέντε το πρωί,αν δεν διαβάσω δυο τρεις σελίδες μου είναι αδυνατον να κοιμηθώ.. Μεγάλη χαρά που υπάρχουν λάτρεις του αγαπημένου Τάσου Λειβαδιτη…
Συγχαρητήρια εξαίρετες δημοσιεύσεις