Αν μπορούσα να διαλέξω έναν μόνο άνθρωπο για να συζητήσω για τα θέματα του έρωτα και των σχέσεων, έναν άνθρωπο μόνο από οποιαδήποτε χρονική στιγμή της ιστορίας, δε θα είχα κανένα δίλημμα. Δε θα δυσκολευόμουν καθόλου να διαλέξω, δε θα είχα δεύτερες σκέψεις. Θα ήθελα να μιλήσω με τη Μαλβίνα. Με κανέναν άλλο. Μόνο με Εκείνη.
Θα μου πεις «Παράτα τις φαντασιώσεις, άσε τις υποθέσεις, σταμάτα να σκέφτεσαι τα αν. Δεν μπορείς». «Νομίζεις πως δεν μπορώ», θα σου απαντήσω. «Μπορώ και παραμπορώ». Γιατί η Μαλβίνα μιλούσε αποκλειστικά σε μένα. Και μιλούσε αποκλειστικά σε εσένα. Αυτό ήταν που την ξεχώριζε από όλους όσους επιχείρησαν να αγγίξουν τέτοια θέματα. Όχι, αυτό δεν οφείλεται στο ότι ήταν πολύ έξυπνη (που ήταν), όχι δεν φταίει που ο λόγος της διακρίνεται από αυτή την αμεσότητα στη μορφή του (που διακρίνεται), όχι δεν είναι ότι μιλούσε για τα θέματα του έρωτα και των σχέσεων που μας απασχολούν όλους από καταβολής κόσμου (πολλοί μίλησαν, ελάχιστοι μας μίλησαν).
Η Μαλβίνα Κάραλη μιλάει αποκλειστικά σε σένα γιατί είναι αληθινή. Γιατί πιστεύει αυτά που γράφει, γιατί έχει διαβάσει πολύ, γιατί έχει ζήσει πολλά, γιατί πρώτα ζούσε και μετά έγραφε. Η Μαλβίνα μπορεί να σου μιλήσει για τον έρωτα, γιατί η Μαλβίνα είναι ο έρωτας. Και είναι η ίδια η ζωή. Δε φοβήθηκε να σπάσει, δεν τσιγγουνεύτηκε την αγάπη της, δεν κρύφτηκε μετά από κάθε ερωτική απογοήτευση. Η Μαλβίνα μάς έμαθε τη σημασία του να αγαπάς και τη σημασία του να παραδίνεσαι στον Άλλον άνευ όρων.
Η Μαλβίνα είναι ο τύπος της Γυναίκας (Ναι, με κεφαλαία. Δεν είναι τυπογραφικό λάθος) που όλες οι υπόλοιπες γυναίκες σέβονται απεριόριστα και θέλουν να της μοιάσουν. Είναι ο τύπος της Γυναίκας που όλοι οι άντρες θέλουν να τη γνωρίσουν και να την ερωτευτούν- και να τους ερωτευτεί και εκείνη. Έτσι απόλυτα, ολοκληρωτικά, με τον τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε να αφήνεται και να υποτάσσεται στο αντικείμενο του έρωτά της, όμορφα και απενοχοποιημένα. Μπορεί ο λόγος της να σου φανεί απόλυτος. Έτσι είναι, όμως, τα πράγματα, φίλοι μου. Αυτοί οι άνθρωποι που οι άλλοι τους χαρακτηρίζουν ως “απόλυτους”, είναι και οι μόνοι που αγαπούν με τόσο απόλυτο τρόπο.
Ακολουθεί μια φανταστική συνέντευξη ανάμεσα στη Λουκία και στη Μαλβίνα. Η Μαλβίνα πράγματι τα είπε/τα έγραψε αυτά που αναφέρονται ως απαντήσεις. Η Λουκία πράγματι τη ρώτησε αυτά που αναφέρονται ως ερωτήσεις. Απλώς δε συνέβησαν την ίδια χρονική στιγμή. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο. Εμείς μιλήσαμε στ’ αλήθεια. Εσείς;
Μια φανταστική συνέντευξη με τη Μαλβίνα Κάραλη
Λουκία: Σπουδαίο πράγμα ο έρωτας, λένε. Και συμφωνώ, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου. Είναι πράγματι σπουδαίο. Αλλά εγώ, Μαλβίνα μου, έχω αρχίσει να τον φοβάμαι. Είναι που συνειδητοποιώ πια τις καταστροφικές του ιδιότητες.
Μαλβίνα: Ακραία, απόλυτη βία ο έρωτας. Έρωτας είναι, φίλη, τι νόμιζες;
Λουκία: Ξέρεις τι είναι αυτό που με φοβίζει περισσότερο; Ο εαυτός μου. Όταν ερωτεύομαι, χάνω τον εαυτό μου μέσα σε αυτή την κατάσταση. Δε με αναγνωρίζω, δηλαδή. Σαν μην είμαι πια εγώ. Κάνω υποχωρήσεις και υπομονή και αντέχω πράγματα που ίσως να μην έπρεπε. Αντέχω πράγματα, όταν είμαι ερωτευμένη, που θα τα άντεχε ένας άνθρωπος που δε σέβεται τον εαυτό του. Αυτό με φοβίζει και δεν μπαίνω εύκολα πια σε αυτή τη διαδικασία.
Μαλβίνα: Στον έρωτα όταν έχεις σταθερές βάσεις, καλή ανατροφή, σωστές χαρακτηρολογικές δομές την χάνεις την αξιοπρέπειά σου απέναντι στον άλλον… διαφορετικά είσαι βλάκας.
Λουκία: Εσύ πώς λειτουργείς όταν είσαι ερωτευμένη σχετικά με αυτό;
Μαλβίνα: Είμαι πάνω από όλους και κάτω από αυτόν.
Ακραία, απόλυτη βία ο έρωτας. Έρωτας είναι, φίλη, τι νόμιζες;
Λουκία: Και όλο αυτό το δράμα σταματάει, άραγε, ποτέ; Δηλαδή όλος αυτός ο πόνος και η αγωνία η υπερφυσική για πράγματα ήσσονος σημασίας δε σε εξαντλούν εσένα;
Μαλβίνα: Ή είμαι ερωτευμένη και δυστυχώ με τρόπο αστείο, ή είμαι λογική και πλήττω θανάσιμα.
Λουκία: Τι είναι αυτό που μας τραβάει σε έναν άντρα; Εγώ τον άντρα μου θέλω να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Όλα τα υπόλοιπα έχουν μικρή σημασία. Πιστεύεις πως αυτό είναι παγίδα; Ή όχι και τόσο;
Μαλβίνα: Ο ταλαντούχος άνθρωπος, ό,τι κι αν κάνει, το κάνει εμπνευσμένα. Και η Κόλαση να σε περιμένει μαζί του, θα είναι μια παραδεισένια Κόλαση. Ενώ από τον ατάλαντο άνθρωπο να μην περιμένεις τίποτα καλό. Και ο Παράδεισός του ανούσιος θα είναι, μια ηλίθια πράσινη πεδιάδα, το δε χορτάρι σύντομα θα αποδειχθεί γκαζόν..
Στον έρωτα όταν έχεις σταθερές βάσεις, καλή ανατροφή, σωστές χαρακτηρολογικές δομές την χάνεις την αξιοπρέπειά σου απέναντι στον άλλον… διαφορετικά είσαι βλάκας.
Λουκία: Εσύ ποιους άντρες τελικά αγαπάς;
Μαλβίνα: Μόνο αυτούς που με τρόμαζαν αγάπησα. Ίσχυε για μένα το αρχαιοελληνικό «είναι τρομερό να πέσεις στα χέρια ζωντανού Θεού». Από την άλλη μεριά, ήταν και οι μόνοι που με ενδιέφεραν.
Λουκία: Σήμερα καθόμουν και σκεφτόμουν τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μας και μας άγγιξαν και μας ταλαιπώρησαν όσο λίγοι. Γιατί αυτοί που μας πρόδωσαν με οποιονδήποτε τρόπο, που μας πόνεσαν πολύ είναι αυτοί που αφήνουν και τις πιο βαθιές πληγές. Και ανησυχώ μήπως καταλήξω να θυμάμαι μόνο αυτούς.
Μαλβίνα: Οι άνθρωποι όταν είναι να ξεπεραστούν, ξεπερνιούνται όπως οι μόδες.
Λουκία: Πιστεύεις πως η απιστία σε μία σχέση έχει την ίδια βαρύτητα για έναν άντρα και για μια γυναίκα και πως συμβαίνει για τους ίδιους λόγους ή όχι;
Μαλβίνα: Ο άντρας θέλει να πάει με άλλη για να αυξήσει τις εντάσεις του απέναντι στη δική του νόμιμη γυναίκα. Αυτό που επιζητεί μία γυναίκα από τη σχέση με έναν άντρα είναι η άλωση. Το να χαθεί μέσα σε άλλον. Που σημαίνει ότι αν μία γυναίκα πάει με άλλον άντρα έχει χαθεί ο προηγούμενος.
Λουκία: Χωρίζεις τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς; Ή είναι πολύ γενικευτικό αυτό; Αν μπορούσες να τους χωρίσεις σε δύο κατηγορίες ποιες θα ήταν αυτές;
Μαλβίνα: Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν.
Οι άνθρωποι όταν είναι να ξεπεραστούν, ξεπερνιούνται όπως οι μόδες.
Όταν η Μαλβίνα γράφει
Πάλι
“Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. “Είμαστε αλάθητοι”, λέει, “στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο”. Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μα δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα.
Όξω από την παράγκα οι αταίριαστοι. Να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής, το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει.
Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο.
Γιατί από λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές.
Επιλέγω “ανάξιο εραστή” σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα, θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος και κάποια μέρα θα έρθει ο άξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει τη μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.
“Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρονια;” ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. “Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει”, λέω. “Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος, μπροστά στον όμοιο σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δε γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά”.
Νύχτα, δυόμιση χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μουλτι-Κούλτι – στο δρόμο απορούσε: “Μα, πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σίλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δε με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω”.
Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι.
Σε κάθε συνάντηση σου με ίσο σου άνθρωπο θα βγάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος του θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι’αυτό στην άξεστη αγάπη σου. “Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι”.
Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιο σου, το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ’ αλήθεια…”
Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος, 2005
(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, 2001)
Τα χρυσαφένια λέπια του κροκόδειλου
…Για τι θες να μιλήσουμε; Για τσάντες ή για άντρες; Μην απαντάς: Άντρες. Εσένα τι συνειρμό σού κάνει το λήμμα άντρας; Συγκεντρώνομαι. Άντρας είναι ένας, όταν είναι άντρας μου, λέω. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει.
-Υπάρχουν εν τούτοις κι άλλα, μικρά και ανάξια, δευτερεύοντα χαρακτηριστικά που ορίζουν τον άντρα, με ειρωνεύτηκε (νομίζω) η γυναίκα.
-Αυτά δεν με αφορούν, αλλά αν θες…
Κατ’ αρχήν ο άντρας καπνίζει και πίνει. Το έλεγε η γιαγιά μου, ήταν αλάνθαστη η γριά. Ύστερα δεν τον πιάνουν κότσο εκεί που πιάνουν εσένα. Σου λέει: “Άσε θα πάω εγώ να τους μιλήσω”. Ακόμα και αν είναι ενάμιση μέτρο άντρας, πρέπει να σου δημιουργεί τη βεβαιότητα πως μπορεί και να τους δείρει στην εφορία.
…Ο άντρας πρέπει να έχει αντίληψη του κόσμου για να συνεχίζεις εσύ να ζεις ξέγνοιαστα. Αυτή είναι, ίσως, η πιο φεμινιστική αρχή. Κάθεσαι στο μπουντουάρ και κάνεις νύχι. Που εκείνη την ώρα τίποτε δεν θέλεις να σε διασπάσει. Ο σωστός άντρας έρχεται με τα χαρτιά από την τράπεζα και σου λέει: “Εδώ υπόγραψε. (Γιατί ξέρει και σωστά ελληνικά, δεν τον πήραμε τυχαία). Εδώ, παιδί μου, σου λέω, πάνω από τη γραμμούλα…” Εκείνη την ώρα -καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις- σαν να σου δίνει ένα υποχθόνιο σήμα, ώστε να αρχίσεις να κάνεις γυναικεία: “πού να υπογράψω άντρα; Εδώ; Κάτσε να στεγνώσει πρώτο το νύχι, μην κάνω μουντζαλιά και δεν το παίρνουνε”.
Τότε ο σωστός άντρας θα πει: “Άσε καλύτερα. Υπογράφω εγώ. Και θα γίνει πλαστογράφος… Το κάνει για να μην χαλάσεις το πεντικιούρ; Επειδή σε περνάει για τελείως ηλίθια; Επειδή αταβιστικά κάτι τον σπρώχνει;
Το συμπέρασμα είναι ένα: αυτή η κατάσταση σε βολεύει, γυναίκα. Άρα ο άντρας είναι ο σωστός. Βεβαίως, για να μη σε ξεγελάω, όλα αυτά τα πρακτικά μπορώ, αν ασκηθώ, να τα κάνω και μόνη μου. Αλλά είναι αυτή η άχαρη διανομή, η διανομή που ονειρεύτηκα; “Που προχωράς μέσα στο πλήθος, χλομή, γκρίζα γυναίκα, που κανείς δεν σε φροντίζει;” Σαίξπηρ, κουκλάκι μου…
…”Πήγαινε πιες νερό, δεν ήπιες όλη μέρα”. Και μέσα σε αυτή την ατάκα συνόψισα τα πάντα… Διόλου πια με ενδιέφερε αν θα μου φέρει ποτέ λουλούδια και τσάντα από κροκόδειλο, το ίδιο κάνει. Μόνο εκείνο το “δεν ήπιες νερό όλη μέρα”. Ήρθε και ακούμπησε πάνω στην άλλη του κουβέντα: “Σήμερα πρέπει να σε βγάλω στον ήλιο” – καταλήγω:
Αυτά είναι τα μόνα αληθινά δώρα και άντρας είναι αυτός που δεν σ’ αφήνει να ξεραθείς… Να μαραθείς, είπα. Να ξεραθείς -είπε αυτή- και έχει διαφορά. Που ένα ποτήρι με νερό φτάνει για να την κάνει.
…”Άντρας είναι αυτός που σου διασφαλίζει μια τέτοια γυναικεία, προστατευμένη ζωή, ώστε αν χρειαστεί, να την αφηγηθείς στη μάνα σου, να μην ντραπείς, να μη σε λυπηθεί, να μην ανησυχήσει. Ιδίως να μην μπει στη λογική να σου φέρει αυτή εκείνο το ποτήρι το νερό που λέγαμε…
Πλαγιομετωπική
Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός έλεγχος. Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”. Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση. Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες. Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους, σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης. Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό. Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν. Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι, πιστεύουν πως όποιος αγαπάει ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.
Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς. Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου, τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό… Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς, γιατί μπορεί να σε τσακίσει ή να σε υποπτευτεί ή και να σου καταλογίσει πως θες να μετατρέψεις την ασάφεια σε δήλωση.
Έβρισκες οπλοστάσια, κουκλίτσα μου. “Οι έρωτές μας” έλεγες στα ψέματα, πίστεψέ με, “δεν πρέπει να πάσχουν υπό υπερβολική σιγουριά, αλλά από ευθραυστότητα”… Ισχυριζόσουν ακόμα πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι (αλλά τότε, πως θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)
Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα. Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό: “Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο”.
…Όλο λόγια και πόσο με βλάπτεις, έρωτά μου, αφού από όταν σε ερωτεύτηκα, πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…
…Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία – Κάθετη Πτώση. Φοβάσαι τον ίλιγγο. Μα τώρα, πιο πολύ από όλα φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…
…Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις, σκέφτομαι τελευταία, μπορείς τουλάχιστον να το πεις και -όχι να φύγεις- να χαθείς… Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες, θα καταλάβει. Πως αυτό που ζητάς, όταν χάνεσαι -και όχι όταν φεύγεις- είναι πάντα η εγκατάσταση…
…Δεν τα βγάζεις πέρα, κουκλίτσα μου. Παράτα τα. Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται. Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα κι απο το θάνατο. Πάνω από το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο: “Μα πως το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά”…
Η Μαλβίνα Κάραλη (1954-2002), ήταν αρθρογράφος στη “Γυναίκα”, στα “Επίκαιρα”, στο “Κλικ”, στην “Απογευματινή”, “Βραδυνή”, “Επενδυτή” και στο “symbol”.
Οι πιο δημοφιλείς εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven X), Malvina Live (ΣΚΑΪ), Μalvina Hostess (Mega Channel), Malvina Rixten (Star Channel).
Τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκος και «Κρυστάλλινες Νύχτες» (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη.
Έγραψε τα μυθιστορήματα «Αθώος σαν αγαπημένος» (εκδ. Καστανιώτη), «Τα κορίτσια της Σαβάνα» (εκδ. Νεφέλη), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (εκδ. Αστάρτη), τη συλλογή δημοσιευμάτων «Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» από την περίοδο 1989-1996 (εκδ. Κάκτος) και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο «Η κουζίνα της Μαλβίνας-Μαλβινέζικα» (εκδ. Αστάρτη). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Γλυκό κορίτσι»).
Η Μαλβίνα Κάραλη (πραγματικό όνομα Μαρία-Ελένη Σακκά) γεννήθηκε στις 3/2/1952 και πέθανε στις 7/6/2002.
Λίγοι άνθρωποι έχουν αφήσει τόσο μεγάλο κενό με την απουσία τους. Ελάχιστοι. Τόσο κενό – ίσως- κανένας άλλος. Γιατί δε χάθηκε μια αρθρογράφος, μια συγγραφέας, μια τηλεοπτική περσόνα. Χάθηκε ο άνθρωπός σου, αυτός που θα σου δώσει συμβουλές για τη ζωή χωρίς ύφος δασκαλίστικο, που θα σου πει πόσο όμορφο είναι το να αγαπάς, πόσο ωραίο είναι το να χάνεσαι μέσα στον Άλλον, πως ο έρωτας ήταν και πάντα θα είναι η δύναμη που μας κινεί, πως η ζωή είναι ωραία. Δε θα πω πως δεν είχα την τιμή να τη γνωρίσω. Όχι, βέβαια. Γιατί τη γνώρισα. Μέσα από τα κείμενά της, από το χαμόγελό της, από τα λόγια της που δε χαρίζονταν σε κανέναν. Εγώ τη Μαλβίνα τη γνωρίζω κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
Εάν σας άρεσε αυτό το άρθρο, θα χαρώ πολύ εάν το μοιραστείτε με άλλους που θεωρείτε πως μπορεί να τους ενδιαφέρει ή εάν το μοιραστείτε στον τοίχο σας στο Facebook ή μέσω άλλων social media με μία κοινοποίηση/share.
Επίσης, θα χαρώ πολύ να μου λέτε σχόλια και εντυπώσεις κάθε φορά που διαβάζετε κάτι.
Το επόμενο μήνυμα απευθύνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές άλλων sites (και όχι σε απλούς χρήστες social media):
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού σε άλλο site/blog (το γνωστό μας copy paste) χωρίς την έγγραφη άδεια του loukini.gr (Λουκία Μητσάκου).