Σεφέρης και Μαρώ: αλληλογραφία
Ένας μεγάλος έρωτας. Ένας έρωτας βγαλμένος από ταινία. Ο Γιώργος Σεφέρης και η Μαρώ Λόντου – Σεφέρη (Μαρίκα Λόντου, το γένος Ζάννου) ανταλλάσσουν ερωτικά γράμματα που διαβάζονται ως μια υπέροχη ιστορία αγάπης.
Η Μαρίκα Λόντου (Μαρώ) γνώρισε τον Γιώργο Σεφέρη σε μια εκδρομή στο Σούνιο το καλοκαίρι του 1935 και το ίδιο καλοκαίρι παραθερίζουν κάτω από διαφορετική στέγη στην Αίγινα. Η σχέση ταλανίζεται από δοκιμασίες αλλά δεν πεθαίνει- αντίθετα δυναμώνει.
Διαβάζοντας την αλληλογραφία ανάμεσα στον Σεφέρη και την Μαρώ γίνεσαι μάρτυρας μιας σπουδαίας ιστορίας αγάπης. Και νιώθεις ελπίδα για όλα. Για τον έρωτα, για τις σχέσεις, για τους ανθρώπους, για τη ζωή.
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 13/3/1900 και έφυγε από τη ζωή στις 20/9/1971. Με την Μαρώ παντρεύτηκαν τον Απρίλιου του 1941 και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος. Μετά το θάνατό του, η Μαρώ δώρησε τη βιβλιοθήκη του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο Κρήτης, το αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας και τις φωτογραφίες του στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Εξέδωσε τα ανέκδοτα ποιήματά του και την αλληλογραφία τους. Η ίδια έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 2000, σε ηλικία 102 ετών.
Μοιράζομαι μαζί σας μερικά από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα από τα γράμματα που έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης στην αγαπημένη του, την Μαρώ.
22 Μαΐου 1937
Από τα δυό σου τελευταία γράμματα ένας μονάχα λόγος σου έμεινε και με ρωτά ακατάπαυτα: «Έχεις καταλάβει την αγάπη μου;» Μου φαίνεται πως έγραψα όλες αυτές τις γραμμές για να φτάσω σ’ αυτό το ερώτημα· για ν’ απαντήσω. Την έχω καταλάβει, όπως έχω καταλάβει και τη δική μου. Σαν κάτι που είναι ανεξάρτητο από μας. Που έχει μεγαλύτερη σημασία από τη δική μου και τη δική σου ύπαρξη. Κι από την ευτυχία και από τη χαρά μας ακόμα. Τι τα θέλεις, αγαπημένη μου, είμαι κατά βάθος ένας δύσκολος, ένας μονοκόμματος, ένας ανυπόφορος άνθρωπος: είμαι απόλυτος. Δηλαδή δεν μπορώ να δοθώ ολόκληρος σε κάτι που δεν είναι απόλυτο. Όλη μου η άλλη ζωή είναι μια λαχανιασμένη ανηφοριά. Και η αγάπη μας έγινε, όσο και να μην το θελήσαμε, όσο και να προσπαθήσαμε να συγκρατηθούμε με τη φρόνηση και με τη λογική μας, μια ύπαρξη απόλυτη. Τη θρέφουμε με τον ενθουσιασμό μας, με τον πόνο μας, με το αίμα μας. Θα ήταν ελεεινό να μην της δώσουμε ό,τι κι αν γυρέψει, όσο κι αν πρόκειται να μας στοιχίσει. Εμείς δεν μπορούμε να της γυρέψουμε τίποτε. Θα μας δώσει ό,τι θελήσει εκείνη, όπως ο Θεός. Αν είμαστε έτσι απέναντί της, συλλογίζομαι, μπορεί να πεθάνουμε εμείς, ή να πέσουμε ή να χαθούμε ο ένας για τον άλλον, εκείνη δε θα πεθάνει, θα μείνει έτσι, με το ήσυχο χαμόγελό της, να μας θυμίζει ότι μπορέσαμε, όσο μπορέσαμε, να σταθούμε και να ζήσουμε σαν άνθρωποι.
17 Νοεμβρίου 1936
Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ’ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη.
16 Δεκεμβρίου 1936
Μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου.Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί. Δε βλέπω καθαρά και χάνω την ψυχραιμία μου, όταν μου χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ. Σε αισθάνομαι κοντά στα άλλα και τρομερά κουρασμένη. Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται. Αγάπη μου, Μαρώ, για να γράψω και για να στείλω ένα τέτοιο γράμμα θα πρέπει να είμαι πολύ χαμηλά μ’ αυτή την άθλια σιωπή σου. Σε βλέπω, να ‘ξερες πόσο παράξενα σε βλέπω, και ολοένα μου τρυπάει το μυαλό η φράση «Ποιος ξέρει πότε θα σου ξαναγράψω». Έχω την έμμονη ιδέα πως δε θα σε ξαναβρώ. Α γ ά π η,
ΓΙΩΡΓΟΣ
8 Δεκεμβρίου 1936
Βρήκα το γράμμα σου. Συνηθίζεις, λες. Εγώ δε συνηθίζω διόλου. Συμπάθα με. Δεν έχω υπομονή σήμερα. Αισθάνομαι πατημένος σα χαλκομανία σ’ ένα τζάμι. Σκέφτηκες ποτέ σου τα φαντάσματα, δηλαδή τα φαντάσματα από τη δική τους άποψη, όταν περνάν από μια πόρτα κλειστή, χοροπηδούν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, χάνονται μέσα στο καπέλο ενός διαβάτη. Ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία θα υποφέρουν, φαντάζομαι, πολύ. Κάποτε σε στιγμές μοναξιάς αυτό αισθάνομαι. Όταν χάνεται η αφή, η ματιά είναι λιγότερο σίγουρη και το αυτί ακούει διπλά.
1 Φεβρουαρίου 1937
Καμία φορά, όταν μου ξεφεύγουν κάτι τέτοια λόγια, στέκομαι και λογαριάζω (ο άλλος που σέρνω πάντα κοντά μου σαν ίσκιο, ο άλλος, ο ψυχρός παρατηρητής που δε συγκινείται, είναι πάντα έτοιμος να μιλήσει), λογαριάζω τι κάνω, ζυγιάζω την ευτυχία που μπορώ να δώσω και τον πόνο που έχω δώσει κιόλας, όχι μοναχά σ’ εσένα. Λογαριάζω το κόστος αυτής της ευτυχίας. Σταματώ μια δύσκολη στιγμή. Κι έπειτα: «Ας γίνει ό,τι γίνει» – έτσι τελειώνω πάντα, άμα έρθω σε αντιπαράσταση μαζί σου. Και το τρομερό είναι ότι τα ξέρω όλα. Αυτή είναι η αγάπη μου. Και δεν πρέπει να σου τη λέω. Όμως βλέπεις αυτά τα πράγματα που είναι μεγαλύτερα από εμάς έχουν το κακό να ας δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκουνται πάντα σε κίνδυνο, ότι, αν μας τυραννούν τόσο «φριχτά πολύ» σήμερα, αύριο μπορεί να έχουν χαθεί μια για πάντα. Και το περίεργο είναι πως ενώ τόσο πολύ βασανιζόμαστε, θα προτιμούσαμε να χάσουμε οτιδήποτε άλλο παρά αυτό το βασάνισμα. Και τότες λέμε πως «δεν έχουμε καιρό» και δίνουμε ό,τι μπορούμε να δώσουμε. Και δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ’ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω από όλα – κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα.
20 Ιανουαρίου 1937
Ένα πράγμα διστάζω πάντα να σου πω: πόσο πιο φριχτά πολύ είναι από ό,τι φαίνεται και πόσο θα σ’ αγαπούσα, αν σε είχα στα χέρια μου. Γιατί, άμα τα σκεφθώ αυτά τα πράγματα, ζαλίζομαι κι αρχίζω να κάνω τον μεθυσμένο. Θα το καταλάβουμε όμως κάποτε, αν είμαστε άξιοι. Κι εσύ κι εγώ.
Είμαι πολύ ψύχραιμος παρά τη μικρή αυτή παρένθεση. Κοιτάζω με κατάπληξη πόσο ήσυχος είναι ο γραφικός μου χαρακτήρας. Τι περίεργο πράγμα. Ξέρω πως μπορώ να σκοτωθώ για σένα και ξέρω πως δεν είσαι το σημαντικότερο της ζωής μου. – Τι λες; Να είσαι; Θα το καταλάβουμε κάποτε μαζί.
26 Φεβρουαρίου 1937
Ξαναδιάβασα τα γράμματά σου από την αρχή. Σου γράφω «δυο λόγια αγάπης». Ένα πράγμα αισθάνομαι πως είναι το δυσκολότερο να σου δώσω να καταλάβεις: πόσο σε νιώθω, πόσο σε παρακολουθώ κι από μια σου λέξη ακόμη, όπως άλλοτε από ένα παίξιμο του χεριού σου. Τώρα που ξανακοίταξα όλα αυτά τα χαρτιά βρίσκω πάντα ένα φόβο μήπως δε λες καλά ό,τι ήθελες να πεις, ένα δισταγμό μην τύχει και πεις πολλά, και προς το τέλος αρχίζεις κιόλας να γράφεις και να σκίζεις. Άφησε, χρυσή μου, τον εαυτό σου, είναι τόσο χαριτωμένος έτσι όπως είναι, άφησέ τον να μιλήσει, όπως ξέρει αυτός. Θα μου πεις: «Εσύ μήπως δεν κάνεις το ίδιο;» Κι αν το κάνω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να με μιμηθείς. Το κάνω άλλωστε τόσο άσχημα. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ό,τι έχεις κι ό,τι μπορείς. Μα κατάλαβε επιτέλους πως δε γυρεύω τίποτε άλλο. Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ΄ αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ’ αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει.
Ξέρεις, συλλογίζομαι ακόμη πως έτσι θα μπορέσουμε, όταν μας δοθεί να ιδωθούμε, να μην πούμε ούτε μια λέξη παρά να χαζεύει ο ένας τον άλλον. Και θα είναι τόσο ξεκουραστικό.
Καληνύχτα, αγάπη. Όλη τη μέρα σήμερα γύρευα τη στοργή σου.
8 Ιουνίου 1937
Ξύπνησα. Θυμήθηκα τα τελευταία λόγια μου χθες προτού με πάρει ο ύπνος: «Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου». Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.
26 Ιουνίου 1937
Η ευτυχία που μου έδωσες είναι ένα ανήσυχο παιδί που δε θέλει να ησυχάσει. Ένιωσες άραγε πόσο σ’ αγαπώ; Αυτό θα με έφτανε. Τουλάχιστο ώσπου να ξαναϊδωθούμε. Δεν ξέρω να γράψω, μόνο να σ’ αγκαλιάσω θα ήξερα.
Αγάπη μου, τρελή μου αγάπη
ΓΙΩΡΓΟΣ
6 Ιουλίου 1937
Από τότε που σε γνώρισα, παιδί μου, το μόνο πράγμα που έκανα καλά, ήταν να σε κοιτάξω. Σε κοίταξα πολύ βαθιά, όσο κανένας (γι’ αυτό είμαι σίγουρος ) δεν το έκανε μήτε θα το κάνει. Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο σημάδι της αγάπης που σου έδωσα. (…) Το έχω βάλει πείσμα να σε κάνω ευτυχισμένη. Άμα το καταφέρω, τότε θα πω «νυν απολύοις».
Η Μαρώ Σεφέρη μιλάει για τον Γιώργο Σεφέρη στον Α. Φωστιέρη και τον Θ. Νιάρχο.
Μπορείτε να δείτε εδώ το απόσπασμα από το αρχείο της ΕΡΤ
Η αλληλογραφία ανάμεσα στον Γιώργο Σεφέρη και την Μαρώ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος με τον τίτλο «Σεφέρης και Μαρώ- Αλληλογραφία».
Για να δείτε και άλλα αφιερώματα μπορείτε να πατήσετε εδώ
Εάν σας άρεσε αυτό το άρθρο, θα χαρώ πολύ εάν το μοιραστείτε με άλλους που θεωρείτε πως μπορεί να τους ενδιαφέρει ή εάν το μοιραστείτε στον τοίχο σας στο Facebook ή μέσω άλλων social media με μία κοινοποίηση/share.
Επίσης, θα χαρώ πολύ να μου λέτε σχόλια και εντυπώσεις κάθε φορά που διαβάζετε κάτι.
Το επόμενο μήνυμα απευθύνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές άλλων sites (και όχι σε απλούς χρήστες social media):
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού σε άλλο site/blog (το γνωστό μας copy paste) χωρίς την έγγραφη άδεια του loukini.gr (Λουκία Μητσάκου).