Ποιήματα για τον έρωτα και τη ζωή με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ποιητής; Ποιο είναι το αγαπημένο σου ποίημα;
Τι είναι για εσένα η Ποίηση; Όχι τι σου είπαν στο σχολείο ότι πρέπει να είναι, όχι τι λένε οι κριτικοί λογοτεχνίας πως είναι και δεν είναι. Τι είναι η Ποίηση για εσένα προσωπικά;
Θα χαρώ πολύ να σχολιάσεις σε αυτό το άρθρο και να μου πεις τη γνώμη σου.
Σε αυτό το άρθρο μοιράζομαι μαζί σου μερικά από τα αγαπημένα μου ποιήματα (με άκρως υποκειμενικό, φυσικά, κριτήριο). Ελπίζω να τα απολαύσεις. Σου εύχομαι η ζωή σου να είναι Ποίηση.
Ερωτικό
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Καντάτα
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Το γλωσσάριο των ανθέων
την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν΄ αγαπιέσαι ή ν΄ αγαπάς;
ν΄ αγαπώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….
Εμπόδια
Εκεί που πας να μ’ εύρεις ρίχνω ένα καινούργιο φράγμα.
Δεν είναι που δε θέλω να μ’ εύρεις
δεν είναι που θέλω να σε διώξω.
Μόνο που πια πρέπει να δούμε καθαρά
πόσα εμπόδια αντέχουμε να ξεπεράσουμε,
για να βρεθούμε.
Πρέπει να ελέγξουμε ως πού τραβάει η δύναμή μας.
Κι έπειτα, μην ξεχνάς ποτέ το ενδεχόμενο
τα φράγματα να μην τα φτιάχνω μόνος μου
μα να υπάρχουν πάνω μου και μέσα μου σα μελανές ουλές
αλλάζοντας το σχήμα και το χρώμα μου.
Αυτό το εμπόδιο που είναι ο εαυτός μου
για τον εαυτό μου.
Τίτος Πατρίκιος
Γράμμα
Θυμάμαι, ενώ χωρίζαμε στη μαρμαρένια σκάλα,
σταθήκαμε μια στάλα,
και μου ‘πες πως θα ξαναρθείς, για να χαρώ, -ποιος ξέρει,
μετά το καλοκαίρι.
Και τη στιγμή που βγαίναμε στη στράτα τη μεγάλη,
μου το ξανάπες πάλι’
κι απάνω κει χωρίσαμε, -χωρίσαμε σα φίλοι,
μ’ ένα φιλί στα χείλη.
Πέρασε το φθινόπωρο, κακός βοριάς σιμώνει,
κι ειν’ η καρδιά μου μόνη-
κοντοζυγών’ η παγωνιά, τα σύννεφα κι η μπόρα,
-και τι θα γίνω τώρα…
Σου ‘γραφα τόσα γράμματα, και πόσο λυπημένα:
δε μου ‘γραψες ούτ’ ένα’
και στη γιορτή σου, σου ‘στειλα τ’ άνθη τα ταxτικά σου:
δεν έλαβα δικά σου.
Τώρα, στο δρόμο σου περνώ, με μάτι κουρασμένο,
-και δε σε περιμένω’
μου φαίνεται πως όλ’ αυτά κοιμούνται σ’ έναν τάφο,
-γι’ αυτό, και δε σου γράφω.
Όμως, εκείνο το φιλί, που δώσαμε σα φίλοι,
μου τυραννεί τα χείλη:
το ‘χω, για καταδίκη μου, και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου…
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Εγώ στη θέση σου
Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα, θα τηλεφωνούσα, δε θα έχανα χρόνο, θα μου έλεγα ναι.
Δε θα είχα άλλες αμφιβολίες, θα δραπέτευα.
Θα έδινα αυτό που έχεις, αυτό που έχω, με το να έχω αυτό που δίνεις, αυτό που θα μου έδινες.
Θα έλυνα τα μαλλιά μου, θα έκλαιγα από χαρά, θα τραγουδούσα ξυπόλυτη, θα χόρευα, θα έβαζα στον Φλεβάρη ένα ήλιο Αυγούστου, θα πέθαινα από απόλαυση, δε θα έβαζα κανένα «αλλά» σε αυτόν τον έρωτα, θα εφεύρισκα ονόματα και ρήματα καινούρια, θα έτρεμα από φόβο μπροστά στην αμφιβολία πως ήταν μόνο ένα όνειρο, θα έφευγα για πάντα από σένα, από εκεί, μαζί μου.
Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα.
Θα μου έλεγα ναι, δε θα μου έφτανε ο χρόνος για να τρέξω μέχρι την αγκαλιά μου,
ή τουλάχιστον, ξέρω εγώ, θα απαντούσα στα μηνύματά μου, στις απόπειρές μου να μάθω τα νέα σου,
θα μου τηλεφωνούσα, τι θα γίνει με μας, θα μου έδινα ένα σημείο ζωής, εγώ στη θέση σου.
Χουάν Βιθέντε Πικέρας
(Μετάφραση από τα ισπανικά: Λουκία Μητσάκου)
Μονόγραμμα (απόσπασμα)
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερεις τοίχους , το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
Οδυσσέας Ελύτης
Ενός λεπτού σιγή
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Ντίνας Χριστιανόπουλος
Θυμήσου, σώμα…
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Κ.Π. Καβάφης
Έρωτας
Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Τακτική και Στρατηγική
Η τακτική μου είναι
να σε κοιτάζω
να μαθαίνω πώς είσαι
να σ’ αγαπώ όπως είσαι
η τακτική μου είναι
να σου μιλάω
και να σε ακούω
να χτίζω με λέξεις
μια γέφυρα άφθαρτη
η τακτική μου είναι
να μένω στη θύμισή σου
δεν ξέρω πώς ούτε ξέρω
με ποια αφορμή
αλλά να μένω μέσα σου
η τακτική μου είναι
να είμαι ειλικρινής
και να ξέρω πως είσαι και συ ειλικρινής
και πως δεν πουλάμε παραμύθια ο ένας στον άλλο
ούτως ώστε μεταξύ μας να μην υπάρξει αυλαία
ούτε άβυσσος
η στρατηγική μου είναι
ωστόσο
πιο βαθιά και πιο
απλή
η στρατηγική μου είναι
μια οποιαδήποτε μέρα
δεν ξέρω πώς ούτε ξέρω
με ποια αφορμή
επιτέλους να με χρειαστείς.
(Μετάφραση από τα ισπανικά: Λουκία Μητσάκου)
Εκείνη κι εγώ
Εκείνη διαβάζει βιβλία για τη γιόγκα, τον βουδισμό, την αριθμολογία.
Εγώ διαβάζω ποίηση, θέατρο, δοκίμια, νουβέλες, ό,τι πέσει στα χέρια μου.
Εκείνη είναι χορτοφάγος.
Εγώ, παμφάγος.
Εκείνη είναι πειθαρχημένη, ασκητική, πιστή.
Εγώ σκεπτικιστής και τεμπέλης.
Εκείνη πιστεύει στη μετενσάρκωση των ψυχών.
Εγώ είμαι αγνωστικιστής.
Εκείνη είναι σίγουρη.
Εγώ, όχι.
Εκείνη είναι Ενεστώτας Οριστικής.
Εγώ, Υποθετικός Λόγος στις καλύτερες μέρες μου
και στις χειρότερες Υπερσυντέλικος Υποτακτικής.
Εκείνη είναι ένας άνδρας της δράσης.
Εγώ, μια γυναίκα μπερδεμένη.
Εκείνη θέλει να αλλάξω.
Εγώ, επίσης.
Εκείνη ξέρει τι θέλει και τι χρειάζεται
και τι θέλω και τι χρειάζομαι εγώ.
Εγώ ξέρω μόνο ότι δεν ξέρω τίποτα
αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος.
Εκείνη είναι το φεγγάρι της μέρας.
Εγώ, ένα ηλιοτρόπιο στη νύχτα.
Εκείνη κι εγώ, κόντρα στον άνεμο, αγαπιόμαστε.
Juan Vicente Piqueras
(Μετάφραση από τα ισπανικά: Λουκία Μητσάκου)
Όλα τα ερωτικά γράμματα είναι γελοία
Όλα τα ερωτικά γράμματα είναι γελοία. Δε θα ήταν ερωτικά γράμματα, αν δεν ήταν γελοία. Κι εγώ έγραψα στον καιρό μου ερωτικά γράμματα, όπως και τα υπόλοιπα, γελοία. Τα ερωτικά γράμματα, αν υπάρχει έρωτας, πρέπει να είναι γελοία. Αλλά στην πραγματικότητα, μόνο εκείνοι που δεν έγραψαν ποτέ ερωτικά γράμματα είναι γελοίοι. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω τότε που έγραφα ερωτικά γράμματα χωρίς να σκέφτομαι πόσο γελοία είναι. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα οι αναμνήσεις μου από εκείνα τα ερωτικά γράμματα είναι αυτές που είναι γελοίες. (Όλες οι παράξενες λέξεις όπως και τα παράξενα συναισθήματα είναι φυσικά γελοία). »
Fernando Pessoa (Álvaro de Campos)
Μετάφραση από τα πορτογαλικά: Λουκία Μητσάκου
Αργοπεθαίνει
Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντορα του
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάνε για όσα ξέρει
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.
Μονάχα με μια φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.
Martha Medeiros
Εάν σας άρεσε αυτό το άρθρο, θα χαρώ πολύ εάν το μοιραστείτε με άλλους που θεωρείτε πως μπορεί να τους ενδιαφέρει ή εάν το μοιραστείτε στον τοίχο σας στο Facebook ή μέσω άλλων social media με μία κοινοποίηση/share.
Επίσης, θα χαρώ πολύ να μου λέτε σχόλια και εντυπώσεις κάθε φορά που διαβάζετε κάτι.
Το επόμενο μήνυμα απευθύνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές άλλων sites (και όχι σε απλούς χρήστες social media):
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού σε άλλο site/blog (το γνωστό μας copy paste) χωρίς την έγγραφη άδεια του loukini.gr (Λουκία Μητσάκου).
5 σχόλια
Για μένα, η Ποίηση είναι ένας τρόπος να γαληνεύω την ψυχή μου, να την εξευμενίζω και να την “καθαρίζω”, κάθε που μπαίνει σε φουρτούνα…
Αχ πόσο μα πόσο όμορφο αυτό Ερασμία μου! Πραγματικά όμορφο!
Αχ… μικρό κι απόλυτο. Να μπορούσε να στα πει όλα, έτσι να τα βγάλω από μέσα μου να λυτρωθώ… Δεν θα σου πω αγαπημένο ποίημα, είναι πολλά, ίσως λίγο πάνω από άλλα αυτό της Πολυδούρη, “Μόνο γιατί μ’ αγάπησες”… Θα μείνω, όμως, στο τι είναι η Ποίηση για μένα. Την πλησίασα λίγα χρόνια πριν, γιατί έπρεπε να βρω τρόπο να κρατήσω κάτι από εμένα,που τότε έχανα. Ένας τρόπος να διατηρηθεί κάτι αγνό, κάτι από τα αθώα όνειρα. Ξέρεις, Λουκίνι γλυκό, είναι δύσκολο πολύ να πρέπει να απαρνηθείς τι υπήρξες μέχρι τώρα ή τι νόμιζες ότι υπήρξες και να υιοθετήσεις έναν άλλο ρόλο. Τότε συναντήθηκαν τα ποιήματα και τα ταλαιπωρημένα όνειρα. Και τα δεύτερα, πού και πού, από τότε κρατούν μια μικρή σπίθα. Τιμωρώντας τον εαυτό μου για αυτή την “προσαρμογή” κάθε πρωί φέρνω στο στόμα μια φράση… “δεν αγαπώ κανένα”. Μέχρι το βράδυ εκλογικεύω πολλά. Δεν έχω προσδοκίες, βιάζομαι πάντα να προσθέσω. Αυτό με σώζει. Μάλλον, δεν είμαι και πολύ σίγουρη. Τέλος πάντων… Να σου γράψω και τούτο και να τελειώνω! Δεν ξέρω αν αγαπήθηκα πολύ, ξέρω, όμως, ότι αγάπησα τόσο βαθιά, όσο να νιώθω το σώμα του ανθρώπου εκείνου ιερό. Για αυτό το θαύμα που έζησα, έστω για λίγο, είμαι ευγνώμων. Για έναν τέτοιο έρωτα, Λουκίνι μου, θα άξιζε να γραφτούν χίλια ποιήματα, κι ας ήταν σύντομος, μονόδρομος, από άλλο σύμπαν. Αχ… να εδώ ταιριάζει καλύτερα! Βλέπεις, τώρα, γιατί εμείς οι κοινοί θνητοί, αναζητούμε τα ποιήματα. Κάποιος πρέπει να βάλει λόγια στην ψυχή μας, σαν ρούχα που θα της επιτρέψουν να βγει λιγάκι στο φως, γιατί καλά τα ανείπωτα, μα και τα ειπωμένα, πώς θα γίνει, τα χρειαζόμαστε… Σε φιλώ! Α… Λουκίνι… πες του, εσύ, εγώ δεν μπορώ πια… ” μα ήτανε να ερχόσουνα για ένα έστω πρωί, χίλια θα να δινα πρωινά να ζήσω εκείνο μόνο…
Πόσο υπέροχα λόγια Ρένα μου! Σε ευχαριστώ τόσο πολύ που τα μοιράστηκες! Τι όμορφο να αγαπάς!
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ!